-
Δαιμονοληψία - Βικιπαίδεια
spirit possession. Επίσης: πνευματοληψία, κατάληψη από πνεύμα.
-
spirit possession → δαιμονοληψία, πνευματοληψία
spirit possession. Επίσης: δαιμονοληψία, κατοχή από πνεύμα.
-
Happiness at work - Wikipedia
Το ελληνικό «εργασία και χαρά» δεν είναι αντίστοιχο διότι περιέχει μια ειρωνεία που απουσιάζει στην αγγλική...
-
Απόψεις - Βγαίνουμε στο ξέφωτο επιστημονικά - Δερμιτζάκης
* Πρβλ. με Comte: https://en.wikipedia.org/wiki/Law_of_three_stages