«Πέντε ποιήματα για την Κρις»
Ι
Πολύ πιο πέρα από το «μέσο- στράτι απάνω της ζωής μας» υπάρχει μια περιοχή του έρωτα ένας λαβύρινθος πιο πολύ διανοητικός από μυθικός όπου είναι δυνατόν να υπάρχεις αργόσυρτα ευτυχισμένος χωρίς τον παραληρηματικό μίτο της Αριάδνης χωρίς αφρούς, χωρίς σεντόνια ή μηρούς. Όλα καλύπτονται από μιαν ανάκλαση του δειλινού τα μαλλιά, το άρωμά σου, το σάλιο σου. Κι εκεί στην άλλη τη μεριά σε κατέχω την ώρα που εσύ παίζεις με τη φίλη σου
της νύχτας τα παιχνίδια.
ΙΙ
Στην πραγματικότητα λίγο με νοιάζει που το στήθος σου κοιμάται στη γαλάζια συμμετρία του άλλου στήθους. Εγώ θα το είχα συνθλίψει για να το γαργαλήσω τρίβοντάς το και θα είχες γελάσει και δικαίως όταν το αναγκαίο και το αναμενόμενο
θα ήταν οι λυγμοί σου.
ΙΙΙ
Ξέρω πολύ καλά τι κερδίζεις όταν χάνεσαι μέσα στην ηδονή. Γιατί είναι ίδιο ακριβώς
με αυτό που εγώ είχα νιώσει.
ΙV
(Το σωστό λάθος) να έχουμε συναντηθεί στο τέλος της μέρας
σʼ ένα περίπατο στη λεωφόρο.
V
Θα μου άρεσε να πίστευες πως αυτό είναι το γελοίο παιχνίδι των επανορθώσεων με το οποίο παρηγορούμαι σ την απόσταση. Συνέχισε λοιπόν χορεύοντας στον καθρέφτη του άλλου σώματος αφού θα έχεις πια χαμογελάσει μόλις
για μένα.
*
«Άλλα πέντε ποιήματα για την Κρις»
Ι Ότι προηγείται είναι σαν τις πρώτες στιγμές μιας συνάντησης μετά από πολύ καιρό: χαμόγελα, ερωτήσεις, αργές αναπροσαρμογές Είναι παράξενο, μου φαίνεσαι λιγότερο μελαχρινή από παλιά. Τελικά καλυτέρεψε η γιαγιά θεία σου; Όχι, δεν μου αρέσει η μπύρα. Είναι αλήθεια, το είχα ξεχάσει. Και αποκάτω , αναβατόρια από σκιά, ανεβαίνει αργά άλλο παρόν, Στα μαλλιά σου αρχίζουν να τρέμουν οι μέλισσες το χέρι σου δροσίζει το δικό μου και του βάζει ένα γλυκό βαμβάκι από καπνό. Μυρίζεις
πάλι Νότο.
ΙΙ
Έχεις στιγμές το πρόσωπο της εξορίας
αυτό που φωνή ψάχνει στα ποιήματά σου.
Η εξορία μου είναι λιγότερο σκληρή, της περισσεύουν οι άμυνες, μα όταν σε φέρνω από το χέρι σʼ ένα δρομάκι του Παρισιού θα ήθελα τόσο ο περίπατος να τέλειωνε σε μια γωνιά του Μοντεβιδέο
ή στην οδό μου Κοριέντες
χωρίς κανένας να έρθει
να ζητήσει έγγραφα.
ΙΙΙ
Φορές πιστεύω ότι θα μπορούσαμε Να συμβιβάσουμε τα αντίθετα να βρούμε το ακίνητο κέντρο του τροχού να βγούμε από το δυαδικό να είμαστε ο κάθετος καθρέφτης που επικεντρώνεται σε μια εσχάτη κάθετο αυτόν τον τελετουργικό χορό που αφιερώνω
στην παρούσα σου απουσία.
Θυμάμαι τον Σαιντ Εξπερύ: « Ο έρωτας δεν είναι να κοιτάς αυτό που αγαπάς
μα να κοιτάζουνε κι οι δύο μία και την αυτή κατεύθυνση.»
Μα αυτός δεν υποπτεύτηκε πως τόσες φορές κι οι δυο κοιτάζαμε εντυπωσιασμένοι την ίδια γυναίκα και πως ο μεγαλοπρεπής, ευτυχισμένος ορισμός
πέφτει στο πάτωμα σαν γκρίζο ανδρείκελο.
ΙV
Πιστεύω πως δεν σʼ αγαπώ, πως μόνο αγαπώ την απιθανότητα την τόσο φανερή να σε αγαπώ όπως το χέρι το αριστερό το ερωτευμένο με αυτό το γάντι
που ζει στο χέρι το δεξί.
V
Ποντικάκι, χνούδι, μισοφέγγαρο, καλειδοσκόπιο, πλοίο στο μπουκάλι, βρύα, καμπάνα, διασπορά,
παλιγγενεσία, φτέρη,
αυτό και το γλυκό κολοκύθα, το μπαντονεόν του Τροϊλο και δυο ή τρεις ζώνες του δέρματος όπου
κάνει φωλιά η αλκυόνα,
είναι οι λέξεις που περιέχουν τον τρομερό και άπιαστο καθορισμό σου, είναι τα πράγματα που φυλάνε τις ουσίες που είσαι καμωμένη ώστε κάποιος να πίνει, να κατέχει και να φλέγεται πεπεισμένος πως σε γνωρίζει ολάκερη,
πως είσαι μόνο η Κρις.
*
«Πέντε τελευταία ποιήματα για την Κρις»
Ι Τώρα γράφω πουλιά. Δεν τα βλέπω να έρχονται, δεν τα διαλέγω, ξαφνικά βρίσκονται εκεί, είναι αυτό, ένα σμήνος από λέξεις μία προς μία στα σύρματα της σελίδας, τιτιβίζοντας, τσιμπώντας, βροχή φτερών κι εγώ χωρίς ψωμί να τους δώσω, μονάχα αφήνοντας τα να έρθουν. Ίσως αυτό να είναι ένα δέντρο ή ίσως
ο έρωτας.
ΙΙ
Χτες βράδυ σε ονειρεύτηκα ιέρεια της Σεκμέτ, της λεοντοκέφαλης θεάς. Αυτή γυμνή σε πορφυρίτη,
εσύ απαλό δέρμα και γυμνό.
Τι αφιέρωση έκανες στην άγρια θεότητα πού κοίταγε μέσα από το βλέμμα σου
έναν ορίζοντα απέραντο και αδυσώπητο;
Η κούπα των χεριών σου περιείχε τη μυστική σπονδή, δάκρυα
ή το αίμα των εμμήνων σου, ή το σάλιο.
Όπως και να ʽναι δεν περιείχε σπέρμα και το όνειρό μου ήξερε πως η αφιέρωση θα είχε απορριφθεί με βρυχηθμό αργό και περιφρόνησης
έτσι όπως από πάντα το περίμενες.
Μετά, ίσως, δεν ξέρω,
τα νύχια στο στήθος σου, γεμίζοντάς σε.
ΙΙΙ
Ποτέ δεν θα μάθω γιατί η γλώσσα σου μπήκε στο στόμα μου όταν χωρίσαμε στο ξενοδοχείο σου μετά από ένα φιλικό περίπατο στην πόλη
και μια αναγκαία εκτίμηση των αποστάσεων.
Πίστεψα πως μου έδινες για μια στιγμή ένα μελλοντικό ραντεβού, πως άνοιγες μια νεκρή ζώνη, κάποια μεσοβασιλεία
όπου να αγγίξω τα μικρούλικά σου βρύα.
Κυκλωμένη από φίλες με φίλησες, εγώ η εξαίρεση, εγώ το τέρας,
κι εσύ η παραβάτης που μουρμούριζε.
Μακάρι να ʽξερα ποιον φίλαγες, ποιον αποχαιρετούσες. Υπήρξα ο ευτυχισμένος εφημέριος για μια στιγμή, αυτός που φορές βρίσκει μες στο σάλιο του μια μικρή γεύση από αγιόκλημα
κάτω από νότιους ουρανούς.
ΙV
Ήθελα να ʼμαι ο Τειρεσίας απόψε και σε μιαν αργή αναμονή και μπρούμυτα να σε δεχτώ και να στενάξω κάτω από τα μαστιγώματά σου
και τις χλιαρές σου μέδουσες.
Γνωρίζοντας πως είναι η ώρα της επανερχόμενης μου μεταμόρφωσης, και κατεβαίνοντας τη δίνη των αφρών θα μου άνοιγες κλαίγοντας,
γλυκά ανασκολπησμένη.
Για να γυρίσω μετά στο αυτοκρατορικό βασίλειό σου από φάλαγγες, στο φράχτη του δέρματός σου, στα υγρά χταπόδια σου, μέχρι να συρθούμε μαζί και να φτάσουμε αγκαλιασμένοι
τους άμμους του ονείρου.
Αλλά δεν είμαι ο Τειρεσίας παρά μονάχα ο μονόκερως που ψάχνει το νερό των χεριών σου και βρίσκει ανάμεσα στα χείλη του
μια χούφτα από αλάτι.
V
Δεν θα σε κουράσω με άλλα ποιήματα. Ας πούμε ότι σου είπα σύννεφα, ψαλίδια, βαρελάκια, μολύβια, και ίσως μια φορά
να χαμογέλασες.