Και στου εφιάλτη τη σπηλιά
αδημονούν τα ρόδα εσταυρωμένα
σπάζουν του λόγου τα φτερά
τραγούδι να σαρκώσουν
– του λόγου που εκρέμασε τη γέφυρα
ανάμεσα στο ε γ ώ και σ ύ
απάνω απ’ τους κωφάλαλους πάγους
της μοναξιάς τους –
σπάζουν του λόγου τα φτερά
δεκαεξάνεμο τραγούδι
να σαρκώσουν:
Μίσος μ’ εγκέλαδη τρέλα
ενεδρεύει
πίσω απ’ τις ώρες μας
ν’ απολύσει το φόνο
στη γη.
Δυο πόντους κίνηση…
Δυο πόντους κίνηση
με δάχτυλ’ από θάνατο
σ’ ένα ταμπλώ.
Και τα αιώνια φρένα του χάους
σαλεύουν
συντρίβεται ο άρχων του κόσμου ρυθμός.
Σπάζουν οι μήτρες των βουνών
κ’ οι ρίζες των υδάτων.
Τέρατα φλογοκέρατα
ξεκαρφώνουν τους αρμούς του Θεού
τη γαλανή μυσταγωγία κρεουργούνε.
Θανατηφόρα σύννεφα
καταρραχτίζουνε φωτιά.
Κ’ οι όρχεις του πανώλεθρου
εκσπερματώνουν φόνους.
Καίγεται
ότι ο λόγος έπλασε
με λάλον αίμα
πλήθος
κι οι λαμπηδόνες του σοφού
ιδρώτα των χεριών.
Καίγονται οι ανάπαιστοι του σίδερου
τα πολυόροφα σονέττα του τσιμέντου.
Και καίγονται οι μηχανές
που ανοίγουν τις ημέρες μας διπλόφαρδες
μεγάλη να πορεύεται κραυγή
στις Ιλιάδες και στους Παρθενώνες.
Κι ο Παρθενώνας καίγεται
όπου το φως: λάμπει πιο φως
όπου το φως μυλόπετρα
κι αλέθει τους καιρούς
και με τα’ αλεύρι των καιρών
ζυμώνει την ουσία της ουσίας.
Και καίγεται το παρελθόν
στους Παρθενώνες που σαρκώθηκε
και στον κοκκάλων μας τις ρίζες
το μέλλον καίγεται που χτίζουμε
με το μεδούλι των ονείρων,
Καίγεται το παιδί μας
που φυτέψαμε
– λαμπαδηδρόμος του μυστηρίου
του πηλού και της κίνησης –
ν’ ανάψει την κραυγή μας
στην πέρα γενεά.
Καίγονται οι μελλογέννητοι
στις μήτρες
οι ασύλληπτοι
– προθέσεις που σκιρτάνε
Στου χρόνου τα νεφρά.
Σήμερα
τερατουργείται το απίστευτο.
Το χάος ηλεκτρόνιο μαίνεται
ο πανώλεθρος
της ιλύος το θαύμα θερίζει
και η πλατυτέρα της ζωής
καταλύεται.
Πεθαίνουνε για πάντα οι ζωντανοί
πεθαίνουνε για πάντα οι πεθαμένοι.
Βοήθεια
πεθαίνει ο θάνατος.
Δεν έμεινε άνθρωπος στη γη
δεν έμεινε όχεντρα χλωρή
το θάνατο να θρέψει.
Δεν έμειν’ ένας ποιητής
να γράψει
στο καμένο τομάρι της γης:
Εδώ
κατοικούσαν
τα τραγούδια και τα δάκρυα.
Εδώ
κατοικούσε
το πάθος και ο Λόγος
«κατ’ εικόνα τρελού και ομοίωσιν».
artworks : Philomena Famulok