• | Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα. |
• | Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. |
• | Αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είναι καλοκαίρι. |
• | Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. |
• | Γύρω–τριγύρω του Χριστού, είν’ η καρδιά του χειμωνιού. |
• | Τ’ Αγι’ Αντωνιού, τ’ Αϊ-Θανασιού, του βλάχαρου ο χειμώνας. |
• | Αν δε βαφτίσουν τα νερά, ο καιρός δεν καλοσυνεύει. δηλαδή τα Θεοφάνια |
• | Βρήκες καιρό, αρμένιζε, καιρό μην περιμένεις, γιατί ο καιρός τα πράγματα δεν ξέρεις πώς τα φέρνει. |
• | Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί, ήλιος και φεγγάρι παντρεύονται οι γαϊδάροι. |
• | Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα. |
• | Ή θα βρέξει ή θα χιονίσει ή καλό καιρό θα κάνει. |
• | Άσπρος ήλιος, μαύρη ημέρα. |
• | Όρθιο το φεγγαράκι ξαπλωτός ο βαρκάρης. |
• | Η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται. |
• | Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος. |
• | Χιόνι ρίχνει το Φλεβάρη, βάνεις στάρι στο κελάρι. |
• | Αϊ-Δημητράκη μου, μικρό καλοκαιράκι μου. |
• | Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης. |
• | Καιρός πανιά, καιρός κουπιά. δηλαδή, ο καιρός δεν είναι πάντα ευνοϊκός και κάποιοι στιγμή χρειάζεται να κάνεις και κουπί |
• | Η Βαρβάρα βαρβαρώνει, Αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο Αϊ-Νικόλας παραχώνει. |
• | Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεγκούνι. |
• | Το κρύο με το σακί μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει. |
• | Χιόνια που δε λιώνουν κι άλλα περιμένουν. |
• | Πάν’ τα σύννεφα στην Πάτρα, πάν’ τα ρέματα γιομάτα. |
• | Μάης βρεμένος, μούστος μετρημένος. δηλαδή, αν βρέξει το Μάιο, η παραγωγή κρασιού είναι μειωμένη |
• | Όπου βροντές και αστραπές, περίμενε βροχές. |
• | Ας είν’ η Δύση καθαρή κι η Ανατολή ας αστράφτει. |
• | Αν δεν βραχεί καλά η γη, κρύο μην περιμένεις. |
• | Σα τσακουματίζουν τ’ άστρα, δέσε πιο καλά τη βάρκα. |
• | Του ήλιου κύκλος άνεμος, του φεγγαριού χειμώνας. |
• | Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα, και τα Λαμπρά βρεχούμενα, αμπάρια γιομισμένα. |
• | Σαν έπρεπε, δεν έβρεχε, το Μάη δροσολόγαε… |
• | Του κακού καιρού τα γνέφια, άλλα πάνω κι άλλα κάτω. για κακό καιρό, αλλά και μεταφορικά για καταστάσεις αταξίας και αβεβαιότητας |
• | Υπαπαντούλα χιονισμένη, η κοφινούλα γιομισμένη. |
• | Χιόνισε μέσα στο Γενάρη, να οι χαρές του Αλωνάρη. |
• | Τη Γέννηση την άβρεχη, τα Φώτα χιονισμένα και τη Λαμπρή βρεχούμενη , τα πάντα ‘φτυχισμένα. |
• | Αγέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται. |
• | Όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντα αλέθει. |
• | Η θάλασσα είναι γαλανή μα ο αγέρας τη μαυρίζει. |
• | Τα μαύρα νέφη του βοριά, τα κόκκινα του νότου, κι εκείνα τα κατάμαυρα του σκύλου του σορόκου. |
• | Γέρο βοριά αρμένιζε και νότο παλληκάρι. |
• | Τι σε νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά σου; |
• | Άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει. |
• | Έχει κάθε λαγκαδάκι το δικό του αεράκι. |
• | Ποιος στραβός δε θέλει το φως του; |
• | Πώς λάμπει ο ήλιος του Μαγιού, τ’ Αυγούστου το φεγγάρι. |
• | Σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός. |
• | Ο ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια. |
• | Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε; Με ήλιο τα μπάζουμε, με ήλιο τα βγάζουμε. για ατελέσφορες προσπάθειες |
• | Άσπρος ήλιος, μαύρη ημέρα. |
• | Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει. |
• | Ήλιος του ηλιού καθάρια τραμουντάνα. |
• | Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. |
• | Οι όψιμες θέλουν βροχές κι οι πρώιμες δροσούλες. |
• | Ήλιος και βροχή παντρεύονται φτωχοί, ήλιος και χιόνι παντρεύονται αρχόντοι. |
• | Αν φοβόταν ο λύκος τη βροχή, θα φόραγε καπότα. |
• | Του Απρίλη η βροχή κάθε στάλα και φλουρί. |
• | Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ εκείνον το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα. |
• | Αν δε βρέξει, πώς θα ξαστερώσει; |
• | Μάης άβροχος, μούστος άμετρος. |
• | Βαθιά βροντή, κοντά βροχή. |
• | Όσα βρέχει ο Θεός, τόσα καταπίνει η γη. |
• | Αν δεν αστράψει, δεν βροντά, κι αν δε βροντά δε βρέχει. |
• | Χιόνισ’ έβρεξ’ ο Γενάρης, όλ’ οι μύλοι μας θ’ αλέθουν. |
• | Ο καλός ο νοικοκύρης, ο λαγός και το περδίκι, όταν βρέχει χαίρονται. |
• | Αν δεν μαλώσουν δυο καιροί, δεν βρέχει. |
• | Ο γεωργός θέλει βροχή κι ο κεραμάς την ξέρα. |
• | Βρέχει ο Θεός και φταίν’ οι μήνες. |
• | Τι θα γίνουμε αν δε βρέξει, και αν θα βρέξει πού θα πάμε; |
• | Όλα τα σύννεφα δε φέρνουνε βροχή. |
• | Η βροχή τ’ Απριλομάρτη μόνο τους ψαράδες βλάπτει. |
• | Στο κακορίζικο χωριό τον Αλωνάρη βρέχει. |
• | Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό. |
• | Διψάει η αυλή του για νερό κι αυτός αλλού ποτίζει. |
• | Όπου πλάτανος, εκεί και νερό. |
• | Η φωτιά και το νερό δεν έχουν μαλλιά. μάλλον με την έννοια ότι δεν μπορείς να τα πιάσεις και να τα ελέγξεις |
• | Ο Γενάρης δεν γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά, μόνο χιόνια και νερά. |
• | Ό,τι νερό με πνίξει, θάλασσα το λέγω. |
• | Ο μύλος νερό θέλει, ευχές δεν θέλει. |
• | Όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι. |
• | Η θάλασσα είναι γαλανή μα ο αγέρας τη μαυρίζει. |
• | Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα. |
• | Οι κάμποι τρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες. |
• | Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια. |
• | Βουνό με βουνό δε σμίγει. |
• | Ο θεός βλέπει βουνά και ρίχνει χιόνι. |
• | Παίνευε τα βουνά κι αγόραζε στον κάμπο. για διαπραγματευτικούς λόγους κατά την αγορά γης |
• | Η νύχτα έχει αυτιά και η ημέρα μάτια. |
• | Μήτε νύχτα δίχως μέρα, μήτε νιος δίχως αγάπη. |
• | Όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί. |
• | Η νυκτερίδα κι ο λαγός και δαίμων και αγάπη τα τέσσερα δαιμόνια την νύκτα ου κοιμούνται. |
• | Της νύχτας τη δουλειά τη βλέπει η μέρα και γελά. |
• | Αμαρτίες πο ‘χεις άντρα και ξυπνάς τη νύχτα πάντα. |
• | Η νύχτα βγάνει επίσκοπο, η αυγή μητροπολίτη. επί νυχτερινών διαβουλεύσεων και για επικείμενες αλλαγές σε υψηλές θέσεις |
• | Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει. δηλαδή, οι δύστροποι άνθρωποι αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα |
• | Μην παίζεις με τη φωτιά. |
• | Η φωτιά και το νερό δεν έχουν μαλλιά. μάλλον με την έννοια ότι δεν μπορείς να τα πιάσεις και να τα ελέγξεις |
• | Άλλος ανάφτει τη φωτιά, κι άλλος την ανεμίζει. όταν κάποιος δημιουργεί μια κρίση και κάποιος άλλος την υποδαυλίζει |
• | Είπαν του τρελού ν’ ανάψει φωτιά κι έκαψε τα ρούχα του. |
• | Καλύτερα από μακριά και αγαπημένοι παρά από κοντά και μαλωμένοι. |
• | Μακριά απ’ τον κώλο μου, κι ας είναι δέκα μέτρα. |
• | Όπου αγάλι-αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει. |
• | Μακριά ο αδερφός και σιμά ο γείτονας. |
• | Συμπεθεριά και κουμπαριά μακριά από τη γειτονιά. |
• | Να ‘μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλους τους μήνες κόκορας και γάτος το Γενάρη. |
• | Κάλλιο ένα χρόνο κόκορας παρά σαράντα κότα. |
• | Το παπί και το χηνάρι, του διαβόλου το ζευγάρι. |
• | Διώξαμε την αλεπού και μπήκε το λιοντάρι. δηλαδή, από το κακό στο χειρότερο |
• | Όποιο χορτάρι γελάς, στην πόρτα σου φυτρώνει. |
• | Όσο πιο αραιά φυτεύεις τα σκόρδα, τόσο πιο πολύ χοντραίνουν. με την έννοια ότι όταν στους ανθρώπους δίνεται ελευθερία και χώρος, προοδεύουν |
• | Χωρίς χώμα και νερό, πώς ευρέθη αγγούρι εδώ. για απροσδόκητα ευρήματα |
• | Ο Μάης φτιάχνει τα σπαρτά κι ο Μάης τα χαλάει. |
• | Έτσι το ‘χει το λινάρι, να ανθεί τον Αλωνάρη. |
• | Αλί στα Μαρτοκλάδευτα και στ’ Απριλοσπαρμένα. |
• | Στη γειτονιά τριαντάφυλλο και μες στο σπίτι αγκάθι. για όσους κοινωνικά συμπεριφέρονται καλά, αλλά στο σπίτι είναι δύστροποι |
• | Ο Μάης έχει τ’ όνομα κι ο Απρίλης τα λουλούδια. |
• | Από αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι. |
• | Ο Απρίλης με τα λούλουδα και ο Μάης με τα ρόδα. |
• | Αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου και ελιά του παππού σου. |
• | Όπου πλάτανος, εκεί και νερό. |
• | Η ελιά έχει και σοδιά, έχει και αναποδιά. |
• | Το δένδρο από τον καρπό γνωρίζεται. |
• | Χαίρεται ο πεύκος τις δροσιές κι ο έλατος τα χιόνια. |
• | Κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του. δηλαδή, κάθε πράγμα ή άνθρωπος με την αξία του και τη χρησιμότητα του |
• | Θέλει ν’ ανθίσει το δενδρί μα η πάχνη δεν τ’ αφήνει. |
• | Το δάσος από τα ίδια του τα ξύλα καίγεται. που σημαίνει ότι τα στοιχεία που απαρτίζουν ή χαρακτηρίζουν μπορεί να γίνουν και αιτία καταστροφής. |
• | Ο πλάτανος θέλει νερό κι η λεύκα θέλει αέρα. |
• | Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει. |
• | Αν δεν κουνήσ’ η σκύλα την ουρά της, ο σκύλος δεν πάει κοντά της. |
• | Μητ’ ο σκύλος τρώει τ’ άχυρο μήτε τον γάιδαρο αφήνει. για αυτούς που δεν αφήνουν τους άλλους να επωφεληθούν όταν δεν μπορούν να επωφεληθούν οι ίδιοι |
• | Του γειτόνου μας ο σκύλος, γείτονας είναι κι εκείνος. |
• | Δεμένο σκυλί, πρόβατα δε φυλάει. |
• | Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. |
• | Σκύλος που γαβγίζει, δεν δαγκώνει. |
• | Εγώ το λέω στον σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του. δηλαδή, δίνω μια εντολή σε κάποιον που τη δίνει σε κάποιον κατώτερο αντί να την εκτελέσει ο ίδιος |
• | Όποιος θρέφει ξένο σκύλο, η χαρά μόνο του μένει. |
• | Και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο. |
• | Όλοι οι σκύλοι μια γενιά. |
• | Όποιος ξένο σκύλο τρέφει, μόνο το λουρί του μένει. |
• | Είναι πολλά μαντρόσκυλα και το κομμάτι ένα. |
• | Τρέμει σαν το σκύλο κάτω απ’ το ρέχτι. ρέχτι=η απόληξη της υδρορροής |
• | Το φτηνό το κρέας το τρώνε τα σκυλιά. |
• | Δε γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του. για καταστάσεις αταξίας, αναρχίας ή ανοργανωσιάς |
• | Άσπρα σκυλιά, μαύρα σκυλιά, όλοι οι σκύλοι μια γενιά. |
• | Με το στανιό ο σκύλος μαντρί δε φυλάει. |
• | Η σκύλα από τη βιάση της τα κάνει στραβά τα κουτάβια της. |
• | Ο κακός ο σκύλος φυλάει το μαντρί. |
• | Πολλά ξέρει ο ποντικός μα πιο πολλά ο γάτος. |
• | Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια. (αρχαιοελληνικής προέλευσης) |
• | Γέρος γάτος, τρυφερά ποντίκια θέλει. |
• | Δεν πίν’ η κατσούλα ξίδι. για κάποιον που παραείναι έξυπνος για να κάνει κάτι ανόητο (κατσούλα=γατούλα) |
• | Για να μη φάγει ο γάτος το ψωμί, τρώει ο ποντικός τα ρούχα. |
• | Ζεματισμένος γάτος, φοβάται και το κρύο νερό. |
• | Η γάτα πούλησε το σπίτι της για ν’ αγοράσει ψάρια. |
• | Γάτα πού μουλώνει, ποντικούς μαζώνει. |
• | Θα κουρέψουμε μια γάτα, για να φτιάσουμε μια κάπα. |
• | Η γάτα όπως κι αν την πετάξεις, με τα τέσσερα θα πέσει. για αυτούς που μένουν πάντα όρθιοι σε δύσκολες καταστάσεις |
• | Όταν γεράσει ο γάτος, παίζουν μαζί του τα ποντίκια. |
• | Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι. |
• | Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του. |
• | Ο λύκος έχει το σβέρκο χοντρό γιατί κάνει μόνος τις δουλειές του. |
• | Όταν τα σκυλιά τρώγονται, ο λύκος τρώει τα πρόβατα. |
• | Αν φοβόταν ο λύκος τη βροχή, θα φόραγε καπότα. |
• | Ο λύκος με μηνύματα ποτέ αρνί δεν τρώγει. δηλαδή, αυτός που πρόκειται να κάνει κακό δεν προειδοποιεί |
• | Έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα. |
• | Το λύκο τον κουρεύανε, πούθε παν’ τα πρόβατα. δηλαδή, ο κακός, ακόμα και όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση, σκέφτεται το κακό |
• | Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους. για μέρη ή δραστηριότητες που έχουν παραμεληθεί ή εγκαταλειφθεί |
• | Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται. για όσους επωφελούνται σε συνθήκες αταξίας και αναταραχής |
• | Ο λύκος έχει τ’ όνομα κι ο τσάκαλος τη χάρη. |
• | Εμείς το λύκο βλέπουμε, πούθε πάν’ τ’ αχνάρια του. δηλαδή, δεν έχει νόημα να ψάχνεις για ενδείξεις, όταν κάτι είναι ολοφάνερο |
• | Έπεσε ο λύκος στ’ άντερα. για μεγάλη λαιμαργία αλλά και για διαφθορά |
• | Ο λύκος από τα μετρημένα τρώει. που σημαίνει πως αν δεν έχουμε μετρήσει κάτι, δεν το αντιλαμβανόμαστε όταν το χάσουμε |
• | Ο λύκος τη φωλιά του δεν τη μαγαρίζει. |
• | Αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει. |
• | Το πρόβατο το μοναχό, εκείνο τρώει ο λύκος. |
• | Οι κάμποι τρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες. |
• | Για το καρφί χάνεται το πέταλο, για το πέταλο το άλογο. |
• | Αλί απ’ τον Αλή που ‘χασε τ’ άλογο και πιλαλεί. |
• | Σαράντα τ’ άλογο κι εξήντα το σαμάρι. Για επιδειξιομανείς και για περιττά λούσα |
• | Το καλό το άλογο στ’ αχούρι το πουλάνε. |
• | Κι αν στόλισες το γάιδαρο, γι’ άλογο δεν περνιέται! |
• | Πούλα τ’ άλογό σου και κράτα το γάιδαρό σου. |
• | Όταν ψοφήσουν τ’ άλογα, τιμή έχουν τα γαϊδούρια! |
• | Όταν σκοντάφτει τ’ άλογο, όλοι του λένε τύφλα. δηλαδή όλοι επικρίνουν τους ικανούς με το παραμικρό λάθος |
• | Απ’ τα γρίβα τ’ άλογα, στα κούντρικα γαϊδούρια! |
• | Όταν σε γκρεμίσει τ’ άλογο, κατέβα τράβα το καπίστρι. |
• | Δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρα. |
• | Ν’ άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν. |
• | Μαντζουράνα στο κατώφλι, γάιδαρος στα κεραμίδια. επί ασυνεννοησίας |
• | Πας μετά Χριστόν προφήτης γάιδαρος εστί. |
• | Αντί να βογκάει ο γάιδαρος βογκάει ο καβαλάρης. |
• | Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί, ήλιος και φεγγάρι παντρεύονται οι γαϊδάροι. |
• | Μητ’ ο σκύλος τρώει τ’ άχυρο μήτε τον γάιδαρο αφήνει. για αυτούς που δεν αφήνουν τους άλλους να επωφεληθούν όταν δεν μπορούν να επωφεληθούν οι ίδιοι |
• | Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα. |
• | Ψάρι μπαρμπούνι διάλεγε και γάιδαρο καμπούρη, γυναίκα ψηλοκάβαλη και χοίρο μακρυμούρη. |
• | Καβαλικεύω γάιδαρο ώσπου να βρω ένα άτι. |
• | Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. |
• | Όποιος κεντάει το γάιδαρο, μυρίζεται τις πορδές του. δηλαδή, όποιος αντιπαρατίθεται με ευτελείς ανθρώπους, αντιμετωπίζει κακή συμπεριφορά |
• | Όλοι με χρυσά βελούδα, ποιος τα βόσκει τα γαϊδούρια; |
• | Γάιδαρος είναι γάιδαρος, ας εφορεί και σέλλα και η γριά κι αν ομορφίζεται δεν γίνεται κοπέλα. |
• | Δεν γνωρίζουν οι γαϊδάροι πώς το τρώνε το χαβιάρι. |
• | Εγώ μιλάω, γαϊδούρια κλάνουνε. δηλαδή, εγώ μιλάω και κανένας δεν μ’ ακούει |
• | Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε. |
• | Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου. |
• | Κι αν έχει ο γάιδαρος φωνή, για ψάλτη δεν τον κράζουν. |
• | Τα γέρικα γαϊδούρια Φλεβάρη ψοφάνε. |
• | Το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος. |
• | Βαράει το σαμάρι ν’ ακούσει ο γάιδαρος. |
• | Μην κουνάς τα πόδια σου πριν ανεβείς στο γάιδαρο. |
• | Ο κουζουλός ο γάιδαρος, πάντα πουλάρι δείχνει. |
• | Δέσε το γάιδαρο κι ας τονε φάει ο λύκος. |
• | Όταν σου χαρίζουν έναν γάιδαρο, μην τον κοιτάς στα δόντια. |
• | Κάθε πουλί με τη λαλησιά του και κάθε γάιδαρος με την γκαρισιά του. |
• | Τον γάιδαρο δεν τον ρωτούν όταν τον σαμαρώνουν. |
• | Κατά φωνή και γάιδαρος. |
• | Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει. |
• | Γάιδαρος που δεν ‘μποδίζει, άφησέ τον κι ας γκαρίζει. |
• | Γκαστρώνει γαϊδούρα στην ανηφόρα. |
• | Η γαϊδούρα σαράντα πουλάρια έκανε και το σαμάρι δεν της έλειψε. |
• | Ήταν στραβό το κλήμα, το ‘φαγε κι ο γάιδαρος. |
• | Ο γέρος γάιδαρος στράτα δε μαθαίνει. |
• | Καβάλα στο γάιδαρο και τον γάιδαρο γύρευε. |
• | Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα. για αυτούς που πρέπει να δουλεύουν όταν οι άλλοι περνούν καλά |
• | Εγκάριξεν ο γάιδαρος κι είπε «άχερος». |
• | Φταίει ο γάιδαρος και δέρνουν το σαμάρι. |
• | Πάνω που έμαθε ο γάιδαρος να μην τρώει, ψόφησε. |
• | Έκαμα το γάιδαρο κι ετσούλωσε τ’ αυτιά του και πήρε το σαμάρι του και πήγε στην κυρά του. |
• | Αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου, ένα. |
• | Είδα γάιδαρο με σέλα και τσομπάνο με ομπρέλα. |
• | Βαγενάδες και γαϊδάροι, ένα μήνα έχουν τη χάρη. επειδή οι βαγενάδες (βαρελάδες) έχουν ένα μήνα δουλειά και ο γάιδαρος ξεκουράζεται λίγο μόνο ένα μήνα (το Μάρτιο) |
• | Απολύθηκε ο γάιδαρος; Αλιά από τα λάχανα. |
• | Και στο δήμαρχο να πας, γαϊδουρινή θα τηνε φας! |
• | Είπαν τα γαϊδουρόπουλα τη μάνα τους γαϊδούρα. |
• | Άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος. |
• | Άνθρωπος κοιμώμενος γάιδαρος δεμένος. |
• | Κι αν στόλισες το γάιδαρο, γι’ άλογο δεν περνιέται! |
• | Κάνε αστείο σε γαϊδούρι και θα φας κλοτσιά στη μούρη. |
• | Κάλιο κουτσό γαϊδούρι, παρά τσινιάρικο μουλάρι. |
• | Πρώτα πάρε το γαϊδούρι και μετά το σαμάρι. |
• | Πούλα τ’ άλογό σου και κράτα το γάιδαρό σου. |
• | Γέρος γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε βγάζει. |
• | Όταν ψοφήσουν τ’ άλογα, τιμή έχουν τα γαϊδούρια! |
• | Όσο λείπει ο αφέντης κανένα δεν νοιάζει, μα όσο λείπει ο γάιδαρος, ούλοι βαρυγκωμάνε. |
• | Όσο και να δουλέψει ο γάιδαρος, αγκάθια τον ταγίζουν. |
• | Όσο καλός κι αν είναι ο γάιδαρος, πάλε γάιδαρο τον κράζουν. |
• | Ο καλός ο σαμαράς σκέφτεται και το γάιδαρο. |
• | Ο καλός ο πεθερός, γάιδαρος καμαρωτός και η κακιά η πεθερά, κολοβή οχιά. |
• | Να πουλήσουμε το γάιδαρο, να φτιάξουμε σαμάρι. για αποφάσεις που αναιρούν την αναγκαιότητα της προσπάθειας |
• | Τον αγά και γάιδαρο να τον ιδείς, να μην τον καβαλήσεις. |
• | Το γαϊδούρι το δεμένο τρώει χορτάρι διαλεγμένο. δηλαδή κάποιος που υποκύπτει ή στερείται την ελευθερία του μπορεί σε αντάλλαγμα να αποκτά κάποια προνόμια |
• | Τρανή γαϊδούρα, μεγάλη καμπούρα. |
• | Του γαϊδάρου η προκοπή, άχερα μες το παχνί. για αυτούς που έχουν πρότυπα ή στόχους ή απολαβές χαμηλής αξίας |
• | Απ’ τα γρίβα τ’ άλογα, στα κούντρικα γαϊδούρια! |
• | Αν χωρατέψεις με το γάιδαρο, θα σε χτυπήσει στο πρόσωπο με την ουρά. |
• | Βόσκει ο γάιδαρος εκεί που θα τον δέσουν. δηλαδή, επωφελείται κανείς όσο μπορεί από την κατάσταση στην οποία κατ’ ανάγκη θα βρεθεί |
• | Αδύνατο `ναι να γενεί χοίρου μαλλί μετάξι και του χωριάτη το παιδί να ‘χει αρχοντιά και τάξη. |
• | Αυτός που ‘χασε το χοίρο του, όλο μουγκριές ακούει. |
• | Καλός-καλός ο χοίρος μας κι εξέβην χαλαζιάρης. |
• | Σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις χρόνο και σαπούνι. |
• | Του χοίρου το μαλλί δε γίνεται μετάξι. |
• | Μην αγοράζεις γουρούνι στο σακί. |
• | Λύσε δέσε το γουρούνι, μακρυσκοίνησε την κλώσα, πέρασε η μέρα. δηλαδή, πέρασε η μέρα χωρίς να γίνει δουλειά |
• | Ξέρει ο μπουρμάς ίντα είναι ο χουρμάς. μπουρμάς=ευνουχισμένος χοίρος |
• | Το γουρούνι το κράζουν για μαχτό κι εκείνο πάει για σκατό. για αυτούς που από άγνοια προτιμούν τα χειρότερα· «μαχτό» είναι η τροφή για γουρούνια με τα μεμαγμένα πίτουρα |
• | Γριά δεν είχε βάσανα και αγόραζε γουρούνι. |
• | Άντρα, γουρούνι, γάιδαρο, και ποιον να πρωτοκλάψω; |
• | Και το πουλί ψηλά πετάει, μα στη γη θα βρει να φάει. |
• | Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται. |
• | Κατά το πουλί η φωλιά του, και κατά τον άνθρωπο το σπίτι του. |
• | Κάτσε κότα μου στ’ αυγά σου για να βγούνε τα πουλιά σου. |
• | Όταν λαλούν οι κόρακες, τα αηδόνια φεύγουν. που σημαίνει ότι οι χυδαία φωνασκούντες επικρατούν |
• | Το θηλυκό πουλί φτιάνει τη φωλιά. |
• | Όλα τα πουλιά πάνε κι έρχονται, και ο σπουργίτης αναμένει. |
• | Προτού σκάσουν τα αυγά, άρχισε να μετράει τα πουλιά. |
• | Όλα τα πουλιά μισεύουν, οι κοράκοι μόνο μένουν. |
• | Όταν περνάνε τα καλά πουλιά στήνουμε ξόβεργα. |
• | Παρά αηδόνι στο κλουβί, κάλλιο κουρούνα στο βουνί. |
• | Κάλιο πουλί του κλαδιού παρά του κλουβιού. |
• | Τότε λαλούν τ’ αηδόνια όταν πάψουν τα κοράκια. |
• | Κι αν κελαηδάει η οχιά, δεν είναι καρδερίνα. |
• | Όποιος τα φίδια κυνηγά, φίδι θα τον δαγκώσει, και όποιος τον κίνδυνο αγαπά, αυτός θα τον σκοτώσει. |
• | Αν του τη δώσεις του φιδιού, δώσ’ τη του στο κεφάλι. |
• | Μην πατάς φίδι στην ουρά. γιατί θα γυρίσει και θα σε δαγκώσει |
σελίδα 3 από 17
«προηγούμενη σελίδα | επόμενη σελίδα» |
Μανώλης Παπαθανασίου 2008 – 2020