εκδόσεις Γαβριηλίδης
( παρουσιάση , 03/07/19, Αντώνης Ψάλτης, Λάρισα )Κάθε άλλο, λοιπόν, παρά τυχαίο είναι, το ότι ένας από τους βασικότερους μεσογειακούς και θρησκευτικούς μύθους είναι ο μύθος της κιβωτού του Νώε. Ωστόσο δεν πρόκειται για τόσο αυθαίρετο μύθο, άλλωστε ουδείς μύθος πατά απόλυτα στην αυθαιρεσία. Οι αρχαιολογικές μελέτες αναφέρονται σε κάποιο είδος υδάτινων καταστροφών περίπου το 3.000 πΧ, εποχή δηλαδή που οι γλώσσες της ευρύτερης περιοχής μπαίνουν στο στάδιο της αναδημιουργίας τους, της αναγέννησής τους, από την απλή σφηνοειδή, στην δημιουργία αλφάβητου, από τις απλοϊκές προτασούλες στην γραφή βασιλικών επιστολών, αλλά και ιερατικών ύμνων, και λίγο αργότερα επικών ύμνων, που αποτελούν την πρώτη μορφή ποίησης.
Δεν είναι, λοιπόν και εξίσου, διόλου τυχαίο που το πρώτο μέρος του βιβλίου της Καλλέγρη, με τίτλο “ περισσεύει ένα πλοίο ” ξεκινά με ένα εισαγωγικό άτιτλο ποίημα, με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία, με θέμα την κιβωτό. Λαμβάνοντας αφορμή από τον μύθο του κατακλυσμού, μύθος που με διάφορες παραλλαγές, κυκλοφορούσε σε όλες τις περιοχές της μεσογείου, η ποιήτρια εκθέτει τους προβληματισμούς της για την γραφή και την λειτουργία της ποίησης. Στις επόμενες τρεις ενότητες προχωρεί στην δική της ανάγνωση του κόσμου, όπως και αργότερα θα πω, αλλά εγώ στην σημερινή μας παρουσίαση θα ασχοληθώ κυρίως με την πρώτη ενότητα του βιβλίου.
Οι δύο πρώτοι στίχοι του βιβλίου έχουν ως εξής : “ Από τη σιγουριά της Κιβωτού / περίσσεψε ένας ”. Μήπως η σιγουριά της Κιβωτού είναι ο δεδομένος κόσμος, η δεδομένη πραγματικότητα, η δίχως ανάγκη αναπαράστασης, δίχως ανάγκη τραγουδιού, δίχως ανάγκη γλώσσας πραγματικότητα. Που αλλού θα βρει κάποιος ασφάλεια, σιγουριά, παρά εκεί που ουδέν τίθεται υπό αμφισβήτηση, αφού έχουν γίνει όλα όπως τα θέλει και τα διδάσκει η σιγουριά; Δίπλα στη λέξη σιγουριά μπορείτε να βάλετε παράδοση, θρησκεία, νόμοι, έθιμα... Εκεί που όλα προκαθορισμένα δίνονται και λειτουργούν ανέγγιχτα από την περιέργεια της γλώσσας, και κάθε είδους περιέργεια δεν μπορεί παρά να ριψοκινδυνεύει, να ενέχει τον κίνδυνο της ναυτίας, μιας και βρισκόμαστε στην πλημμύρα του μύθου, της θάλασσας ή της γλώσσας.
Κι όμως από αυτή τη σιγουριά περίσσεψε ένας, λέει η Καλλέργη. Κι αυτός ο ένας, που πατρίδα του είναι μόνο το σώμα του, εδώ ( μιας και μιλάμε παράλληλα με τον θρησκευτικό μύθο ) θα μπορούσαμε να υποθέσουμε τον πλάνητα ( πάντα συμφωνά με την χριστιανική θρησκεία ) Ιησού, ο οποίος αναζητά να βρει ποιος ορίζει τον ρυθμό και τον λόγο. Ρυθμός και λόγος : μπαίνει σιγά σιγά στην πλάση του βιβλίου της Καλλέργη το ζήτημα της γραφής της ποίησης. Λίγο πιο κάτω στο ίδιο εισαγωγικό ποίημα ο Θεός μιλά ως παράταιρος, ως έξω από την σιγουριά, ως τρελός και μας λέει ότι στην αρχή είναι ο λόγος. Τρέλα να επιμένουμε στις μέρες μας ότι στην αρχή είναι ο λόγος και όχι πχ το νόμισμα, το συμφέρον, οι ατέρμονες υλικές απολαύσεις, ή τα μεταφυσικά μαξιλάρια που διόλου απλόχερα, αλλά με αντάλλαγμα την σιωπή, την πίστη, και την μη έρευνα, μας προσφέρουν οι θρησκείες.
Δεν πρέπει ουδέποτε να ξεχνάμε ότι δύναμη ουσιαστική της ποίησης είναι η πολυσημία, η μεταφορά, η αλληγορία. Μοιάζει, λοιπόν, στο πρώτο μέρος του βιβλίου, και στα δικά μου μάτια, η Καλλέργη να μας μιλά, δανειζόμενη τον μύθο και την ιστορία της χριστιανικής θρησκείας, για την μοίρα του ιδίου του ποιητή. Είναι ο ποιητής ο δημιουργός δια της γλώσσας; Είναι αυτός που μεταφέρει το ποίημα – το δημιούργημα του θεού δια της γλώσσας στο χαρτί, και χωρίς ιερατικούς διαμεσολαβητές; Η σχέση θείου και ποίησης έχει διερευνηθεί πάρα πολλές φορές και για μερικούς ποιητές, όπως πχ ο Χέλντερλιν, υπήρξε το μέγα – ίσως και το μοναδικό – ζήτημα.
Στις επόμενες τρεις ενότητες η Καλλέργη ξεδιπλώνει, με την δική της ποιητική γλώσσα, τον τρόπο με τον οποίο θωρεί ζητήματα που μας απασχολούν όλους. Φτιάχνει τις δικές της ερωτήσεις, δίνει τις δικές της πιθανές απαντήσεις. Από κάπου εις κάπου, με στίχους εμβόλιμους ή ταιριαστούς στο ποίημα, συνεχίζει να αναφέρεται στο ζήτημα της γραφής. Δεν θα αναφερθώ σ’ αυτές τις επόμενες ενότητες, πλην ενός ποιήματος, μα απλώς θα σας προτείνω εσείς οι ίδιοι να διαβάσετε τα ποιήματα της Καλλέργη και να επικοινωνήσετε μαζί τους και μαζί της. Γιατί, κατά την άποψη μου, χωρίς τον αναγνώστη το ποίημα είναι κολοβό.
Στο τελευταίο μέρος της συλλογής υπάρχει ένα ποίημα που λέγεται “Ατέλεια”. Σ’ αυτό το ποίημα διαβάζουμε τον στίχο “ένα πλοίο περισσεύει”. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, για πιο λόγο το πλοίο που περισσεύει, βρίσκεται στο ποίημα με τον τίτλο “Ατέλεια”. Σε τι συνίσταται αυτή η ατέλεια εξ αιτίας της οποίας ένα κατιτις, ένα πλοίο ( που σε λίγο θα προσπαθήσω να δω τι είναι αυτό το πλοίο ) περισσεύει, κάτι δηλαδή είναι περιττό ; ( Και ως περιττό ίσως και πολυτελές ...) Ή μήπως το αντίστροφο συμβαίνει ; Ακριβώς, δηλαδή, επειδή κάτι περισσεύει, διαπιστώνει η Καλλέργη και την ατέλεια ; Δεν πρόκειται περί φαύλου κύκλου. Κάτι άλλο κρύβεται σ’ αυτή την σχέση περιττού και ατέλειας. Κάτι άγνωστο όπως γράφει η Καλλέργη στον τελευταίο στίχο της “Ατέλειας”. Μιλώντας για το περισσεύον πλοίο γράφει : “Το αφήνω / να ταιριάζει με το άγνωστο”. Προσέξτε : όχι να συμπλέει με το άγνωστο, όχι να πλέει προς το άγνωστο ( τι φτηνός ρομαντισμός θα ήταν κάτι τέτοιο...), αλλά “ το αφήνω να ταιριάζει με το άγνωστο”. Ταιριάζει μεν, δεν είναι δε. Το άγνωστο, διαβάζω εγώ σ αυτό το στίχο, είναι η προσπάθεια ανάγνωσης της πραγματικότητας, του κόσμου, και το πλοίο, το ποίημα δηλαδή, που φτιάχνει ο ποιητής, έξω από την κιβωτό, ταιριάζουν, αλλά δεν είναι ίδια. Κάτι διαφορετικό, έστω ελαχίστως, έχει το πλοίο. Δεν είναι εντελώς άγνωστο, είναι σχετικά γνωστό, αλλά και από την άλλη έχει κάτι το σκοτεινό, το άγνωστο, το μυστηριώδες, είναι το ένα και μοναδικό όχημα του ανθρώπου, η γλώσσα, όπως αυτή μεταφέρεται με τα πλοία ήδη, όπως προείπα, από την νεολιθική εποχή. Ας επιστρέψουμε όμως στο περιττό. Θυμόμαστε τον περίφημο στίχο του Νίκου Καρούζου : “ο ποιητής, κύριοι, περισσεύει”. Βέβαια ο Καρούζος δίνει μια πιο “τρέχουσα” και καθημερινή ερμηνεία στον στίχο του όταν τον ρωτάν γι αυτό. Θυμόμαστε, εξίσου, και το μέγα ερώτημα του Χέλντερλιν, γιατί οι ποιητές;
Αν η ατέλεια, λοιπόν, έγκειται στο γεγονός ότι πάντα κάτι θα μας ξεφεύγει από την ερμηνεία του κόσμου, ή πάντα κάτι σιωπά στην ερμηνεία του κόσμου ( και αυτή η ερμηνεία γίνεται δια της γλώσσας ), τότε από την άλλη αυτό που περισσεύει, το πλοίο, δεν είναι άλλο τι από το την ποίηση, ή αν θέλετε ( πέρα από αφαιρέσεις και έννοιες ) το ίδιο το ποίημα. Εν τέλει : (το ίδιο) το βλέμμα του ποιητή. Αλλά γιατί να περισσεύει το βλέμμα του ποιητή και όχι το βλέμμα του αντιπροσώπου του θεού, ή του δικαστή ; Διότι το βλέμμα του ποιητή ( το οδύσσειο βλέμμα, όπως ο Αγγελόπουλος το κινηματογράφησε, σ’ εκείνη την αριστουργηματική ταινία ) βρίσκεται, όπως προείπα, έξω από την σιγουριά της κιβωτού, δηλαδή έξω από κάθε παραδεδεγμένη ανάγνωση του κόσμου, της πραγματικότητας. Και δεν θα μπορούσε, αν είναι ποίημα, να συμβαίνει αλλιώς, αφού αυτό είναι το ποίημα, αυτός είναι ο άσβεστος πόθος του ποιητή : Να αναγνώσει την πραγματικότητα, τον κόσμο κάπως αλλιώς, πέρα από την απαραίτητη, πλην κοπιαστική και αδιέξοδη, καθημερινότητα. Ο ποιητής δεν προσπαθεί να δραπετεύσει από την πραγματικότητα. Ο ποιητής ζει φρικτά μέσα στην πραγματικότητα, το αποδέχεται αυτό, το γνωρίζει καλά αυτό, και γι αυτό προσπαθεί με το ποίημα να την αναγνώσει αλλιώς. Αποδράσει σημαίνει αυτοχειρία, είτε βιολογική, είτε ποιητική. Και ο ποιητής κάθε άλλο παρά αυτόχειρας είναι. Ο ποιητής ψάχνει συνεχώς για μια άλλη ανάγνωση του κόσμου, είτε με επιτυχία, όπως στην περίπτωση της Καλλέργη, είτε – άλλοτε – με αποτυχία, και συχνά πυκνά η αποτυχία δεν είναι λογοτεχνική, και τότε ακόμη διαβάζουμε πολύ καλά ποιήματα. Επιτυχία - αποτυχία εν τέλει δεν είναι αυτό που έχει την μέγιστη σημασία. Εν τέλει προτιμότερο είναι ένα πλοίο, ένα ποίημα, ο ποιητής να θαλασσοτσακίζεται στα βράχια της πραγματικότητας, παρά να μην προσπαθεί καθόλου να την αναγνώσει ποιητικά.